κραυρότης

κραυρότης
κραυρ-ότης, ητος, ,
A brittleness, opp. γλισχρότης, Thphr. HP1.5.4, Gal.6.799.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κραυρότης — κραυρότης, ητος, ἡ (Α) [κραύρος] η εξαιτίας τής ξηρότητας ευθρυπτότητα, η ιδιότητα τού εύθραυστου …   Dictionary of Greek

  • κραυρότης — brittleness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυρότητι — κραυρότης brittleness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κραυρότητος — κραυρότης brittleness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”